ἀδόκητος

ἀδόκητος
ἀδόκητος
unexpected
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδόκητος — η, ο (Α ἀδόκητος, ον) [δοκῶ] απροσδόκητος, απρόσμενος, ανέλπιστος, αιφνίδιος («ἀδόκητος θάνατος») αρχ. 1. φρ. το «ἀδόκητον καὶ δοκέοντα» τού Πινδάρου μερικοί εξηγούν ή «τον άδοξο και ένδοξο» ή «αυτόν που δεν προσδοκά και αυτόν που προσδοκά» 2.… …   Dictionary of Greek

  • αδόκητος — η, ο επίρρ. α απροσδόκητος: Η συμφορά που τους βρήκε ήταν αδόκητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδοκητότερον — ἀδόκητος unexpected adverbial comp ἀδόκητος unexpected masc acc comp sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκητότατον — ἀδόκητος unexpected masc acc superl sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκήτως — ἀδόκητος unexpected adverbial ἀδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδόκητον — ἀδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκήτοις — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκήτου — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκήτους — ἀδόκητος unexpected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκήτων — ἀδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”